Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φθοΐσκος — ὁ, Α υποκορ. 1. είδος μικρής πίτας 2. χάπι μικρού μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθόϊς / φθοΐς + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. ὀβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
φθοίσκους — φθοίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)